- ψευδομαλαχίτης
- ο. Ν(ορυκτ.) ένυδρο φωσφορικό ορυκτό τού χαλκού, αλλ. ταγιλίτης.[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. νεολατ. pseudomalachite < pseudo- (< ψευδ[ο]-*) + μαλαχίτης, πιθ. < μολοχίτης* < μολόχη «μολόχα» + -ίτης*].
Dictionary of Greek. 2013.